- θεικά
- θεικόςneut nom/voc/acc plθεικά̱ , θεικόςfem nom/voc/acc dualθεικά̱ , θεικόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεικάς — θεικά̱ς , θεικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… … Dictionary of Greek
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
αμβροτόπωλος — ἀμβροτόπωλος, ον (Α) (ως επίθετο τής θεάς Αθηνάς) αυτός που έχει αμβρόσια, δηλαδή αθάνατα, θεϊκά άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβροτος + πῶλος] … Dictionary of Greek
θειάζω — (Α) [θείος (Ι)] 1. είμαι εμπνευσμένος, έχω θεία έμπνευση και μαντεύω, προφητεύω («ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν» και όσοι τους έκαναν να ελπίσουν με μαντείες, Θουκ.) 2. λαμβάνω θεία έμπνευση («θειάζει καὶ θεοφορεῖται» είναι θεϊκά… … Dictionary of Greek
θειώδης — (I) θειώδης, ῶδες (Μ) [θείος (Ι)] αυτός που μοιάζει με τον θεό. επίρρ... θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως) με θείο τρόπο, θεϊκά αρχ. με αυτοκρατορικό διάταγμα. (II) ες (Α θειώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.) 2.… … Dictionary of Greek
θεοτέρατος — θεοτέρατος, ον (Α) αυτός που έχει ή εμφανίζει θεία τέρατα, θεϊκά σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τέρας, ατος] … Dictionary of Greek
θεοφαής — θεοφαής, ές (Μ) αυτός που λάμπει θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
θεοφράδμων — θεοφράδμων, ον (Α) αυτός που μιλά θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φράδμων (< φράζω), πρβλ. ομο φράδμων, συμ φράδμων] … Dictionary of Greek
θεοϊστούργητος — θεοϊοτούργητος, ον (Μ) ο υφασμένος θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ιοτουργώ (< ιστουργός < ιστός + ουργός < έργον)] … Dictionary of Greek